- φρυνίχειος
- φρῡνίχειος [pron. full] [ῐ], α, ον,A of or like Phrynichus (the Com. Poet),
τὸ Φ. ἐκλακτίζειν Ar.V.1524
(lyr., ubi v. Sch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ Φ. ἐκλακτίζειν Ar.V.1524
(lyr., ubi v. Sch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρυνίχειος — ιχεία, ον, Α [Φρύνιχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Φρύνιχο … Dictionary of Greek
φρυνίχειον — φρυνίχειος of masc acc sg φρυνίχειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρυνίχειον — Φρῡνίχειον , Φρυνίχειος of masc acc sg Φρῡνίχειον , Φρυνίχειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)